- επιβραδυντικός
- -ή, -όαυτός που προκαλεί επιβράδυνση.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιβραδύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιβραδυντικός — ή, ό που προκαλεί επιβράδυνση ή συντελεί σ αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)